- κοιλάτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά2. ευτραφής, παχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + κατάλ. -άτος, (αντί *κοιλιάτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek